-
1 διεκπιπτω
(aor. 2 διεξέπεσον)1) падать сквозь, проваливаться(τῶν στενοτέρων πόρων Plut.)
2) выходить, прорываться3) убегать, ускользать(κρύφα Plut.; εἰς Θήβας Diod.)
1 διεκπιπτω
(τῶν στενοτέρων πόρων Plut.)
(κρύφα Plut.; εἰς Θήβας Diod.)